αγοήτευτος

αγοήτευτος
η , ο [ος , ον ]
1) не поддающийся чарам; 2) не очарованный, не заворожённый, не заколдованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγοήτευτος" в других словарях:

  • ἀγοήτευτος — not to be bewitched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά …   Dictionary of Greek

  • αγοήτευτος — η, ο αυτός που δε γοητεύτηκε: Κανένας δεν έμενε αγοήτευτος από την ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγοητεύτως — ἀγοήτευτος not to be bewitched adverbial ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοήτευτον — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc sg ἀγοήτευτος not to be bewitched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοητεύτοις — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοητεύτου — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοητεύτους — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάγευτος — η, ο (Μ ἀμάγευτος, ον) [μαγεύω] αυτός που δεν μαγεύθηκε ή δεν μπορεί να μαγευθεί, αυτός που δεν τόν πιάνουν μάγια νεοελλ. αυτός που δεν έχει γοητευθεί ή δεν μπορεί να γοητευθεί, ο αγοήτευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»